σελαμαλέκ

σελαμαλέκ
και σαλαμαλέκ, ο, Ν
πομπώδης χαιρετισμός με ανύψωση τού καπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για έκφραση αραβ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”